- νίσον
- νίζωwash the handsaor imperat act 2nd sgνίζωwash the handsfut part act masc voc sgνίζωwash the handsfut part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νῖσον — Νῖσος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίσον, Λίαμ — (Liam Neeson, Βόρειος Ιρλανδία 1952 –). Ιρλανδός ηθοποιός. Ψηλός και από τους εκφραστικούς ηθοποιούς της γενιάς του παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στο Μπέλφαστ και στο Δουβλίνο, ενώ παράλληλα έκανε πλήθος δουλειές, όπως μποξέρ ή οδηγός, για… … Dictionary of Greek
ани́с — а ( у), м. 1. Травянистое эфирномасличное растение сем. зонтичных, а также его пахучие семена сладковато пряного вкуса. 2. Сорт яблони, а также ее яблоки кисло сладкого вкуса. [греч. ’ανισον] … Малый академический словарь
παιάνισον — παιά̱νισον , παιανίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)